μεγακήτης

μεγακήτης
μεγακήτης
yawning
masc/fem acc pl (attic epic doric)
μεγακήτης
yawning
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
μεγακήτης
yawning
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγακήτης — μεγακήτης, ες (Α) 1. (για τη θάλασσα) αυτός που έχει αφθονία κητών («ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.) 2. (για το δελφίνι) μεγάλος 3. (για πλοίο) ευρύχωρος («μεγακήτεϊ νηΐ μελαίνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κήτης (< κῆτος… …   Dictionary of Greek

  • μεγακήτει — μεγακήτης yawning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγακήτης yawning masc/fem/neut dat sg μεγακήτεϊ , μεγακήτης yawning dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγακήτεα — μεγακήτης yawning neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μεγακήτης yawning masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγακήτεες — μεγακήτης yawning masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγακήτεος — μεγακήτης yawning masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγακήτους — μεγακήτης yawning masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… …   Dictionary of Greek

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱԿԻՏԵՂ — ( ) NBH 2 0236 Chronological Sequence: 6c ա. μεγακήτης . Ուր իցեն կէտք մեծամեծք, կամ վիշապ ձկունք. *Մեծակիտեղն անկանել ծովն. Սահմ. ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”